χορτασία

χορτασία
ἡ, ΜΑ
βλ. χορτασιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χορτασία — χορτασίᾱ , χορτασία being fed fem nom/voc/acc dual χορτασίᾱ , χορτασία being fed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτασιά — η / χορτασία, ΝΜΑ χορτασμός αρχ. φαγητό με το οποίο χορταίνει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτάζω. Ο νεοελλ. τ. χορτασιά < αρχ. χορτασία με συνίζηση] …   Dictionary of Greek

  • χορτασίᾳ — χορτασίαι , χορτασία being fed fem nom/voc pl χορτασίᾱͅ , χορτασία being fed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτασίαν — χορτασίᾱν , χορτασία being fed fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτασίη — χορτασία being fed fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχορταγιά — και γία και σιά, η (Α ἀχορτασία) [χορτασία] λαιμαργία νεοελλ. απληστία, πλεονεξία …   Dictionary of Greek

  • ԼՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0907 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c գ. πλήρωμα, πλήρωσις plenitudo. Ունելն զլիր. լի լինելն. լրումն. լիութիւն. ամբողջութիւն. բովանդակութիւն. անպակաս գոլն. ատոքութիւն. առատութիւն. զեղումն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κορεσμός — ο χορτασμός, χορτασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”